Επιτομή:
Από τα πολύ παλιά χρόνια υπάρχει μια μεγάλη διαμάχη μεταξύ δύο κυρίαρχων αντιλήψεων στην οικονομική πολιτική που εφαρμόζουν τα διάφορα κράτη στον τομέα του διεθνούς εμπορίου και τα σημαντικότερα οφέλη και κόστη που αυτές επιφέρουν στις επιχειρήσεις και στην οικονομία σαν σύνολο. Από τη μια πλευρά υπάρχει η αντίληψη του προστατευτισμού και των διαφόρων τεχνασμάτων που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις για να υψώσουν ένα τεχνικό τείχος προστασίας για την εγχώρια παραγωγή έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού με στόχο να καταστήσουν τις εγχώριες βιομηχανίες πιο ανταγωνιστικές σε διεθνές επίπεδο. Από την άλλη πλευρά υπάρχει η εντελώς αντίθετη αντίληψη του ελεύθερου εμπορίου και των σημαντικών πλεονεκτημάτων που προσφέρει για την οικονομία συνολικά σε σχέση με τα σαφώς λιγότερα επιμέρους μειονεκτήματα σε κάποιους τομείς της οικονομίας και κυρίως της εγχώριας παραγωγής. Στη δεύτερη περίπτωση η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας για τις εγχώριες βιομηχανίες θεωρείται ότι θα επέλθει μέσω της άμεσης έκθεσης στο διεθνή ανταγωνισμό.
Κατά καιρούς έχουν υιοθετηθεί και οι δύο πρακτικές από τις διάφορες κυβερνήσεις. Όμως, το τέλος του ψυχρού πολέμου, το άνοιγμα των συνόρων και το ξεπέρασμα της αντίληψης της αυτάρκειας για τις διάφορες οικονομίες του πλανήτη φαίνεται να δίνουν την ευκαιρία και τη δυνατότητα στην αντίληψη του ελεύθερου εμπορίου να κυριαρχήσει σε παγκόσμιο επίπεδο.
Είναι, λοιπόν, σημαντικό να εξετάσουμε τις επιπτώσεις των δύο αυτών αντιλήψεων στην οικονομία και ιδιαίτερα στο θέμα της αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητας με τη χρήση, μάλιστα, και δύο πολύ σημαντικών παραδειγμάτων από την πρόσφατη οικονομική ιστορία δύο πολύ μεγάλων οικονομιών και χωρών, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Ινδίας.